Anonymous

καταφρονητής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφρονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ καταφρονῶν, ἀντίθ, τῷ [[θαυμαστής]], Πλουτ. Βροῦτ. 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 3· εὐλαβεῖς καὶ μὴ καταφρονητὰς τοὺς υἱοὺς ποιήσατε Νείλ. Ἐπιστολ. σ. 267.
|lstext='''καταφρονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ καταφρονῶν, ἀντίθ, τῷ [[θαυμαστής]], Πλουτ. Βροῦτ. 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 3· εὐλαβεῖς καὶ μὴ καταφρονητὰς τοὺς υἱοὺς ποιήσατε Νείλ. Ἐπιστολ. σ. 267.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui méprise, contempteur de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονέω]].
}}
}}