Anonymous

κάρπωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρπωσις''': -εως, ἡ, τὸ καρποῦσθαί τι, [[ἀπόλαυσις]], [[ὠφέλεια]], Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· [[καθόλου]] προσφορὰ ἢ [[θυσία]], Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. [[κάρπωμα]] ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάρπωσις]]· [[θυσία]] Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι».
|lstext='''κάρπωσις''': -εως, ἡ, τὸ καρποῦσθαί τι, [[ἀπόλαυσις]], [[ὠφέλεια]], Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· [[καθόλου]] προσφορὰ ἢ [[θυσία]], Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. [[κάρπωμα]] ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάρπωσις]]· [[θυσία]] Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />jouissance, possession.<br />'''Étymologie:''' [[καρπόω]].
}}
}}