Anonymous

κέδρινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέδρῐνος''': -η, -ον, ([[κέδρος]]) ἐκ κέδρου, [[θάλαμος]] Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· [[ξυλεία]] Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, [[ἔλαιον]] Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· [[οἶνος]] κέδρ. ([[ὅστις]] καὶ [[κεδρίτης]] λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.
|lstext='''κέδρῐνος''': -η, -ον, ([[κέδρος]]) ἐκ κέδρου, [[θάλαμος]] Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· [[ξυλεία]] Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, [[ἔλαιον]] Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· [[οἶνος]] κέδρ. ([[ὅστις]] καὶ [[κεδρίτης]] λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de cèdre, de bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
}}
}}