Anonymous

κατοικητήριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοικητήριον''': τό, [[τόπος]] κατοικήσεως, [[κατοικία]], Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.
|lstext='''κατοικητήριον''': τό, [[τόπος]] κατοικήσεως, [[κατοικία]], Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu d’habitation, résidence, séjour.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικέω]].
}}
}}