Anonymous

κατασθμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασθμαίνω''': ἀσθμαίνων [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, διὰ φυσήματος ἰσχυροῦ [[τείνω]] νὰ καταβάλω τι, [[μετὰ]] γεν., [[ἵππος]] χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων, ἀσθμαίνων κατὰ τῶν χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 393.
|lstext='''κατασθμαίνω''': ἀσθμαίνων [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, διὰ φυσήματος ἰσχυροῦ [[τείνω]] νὰ καταβάλω τι, [[μετὰ]] γεν., [[ἵππος]] χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων, ἀσθμαίνων κατὰ τῶν χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 393.
}}
{{bailly
|btext=renacler contre <i>en parl. d’un cheval</i> ; s’irriter contre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀσθμαίνω]].
}}
}}