Anonymous

καταστάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστάζω''': μέλλ. -ξω. Ι. ἐπὶ προσώπων, 1) μετ. αἰτιατ. πράγμ., ἀφίνω νὰ πέσῃ ὑγρόν τι κατὰ σταγόνας ἢ [[στάγδην]] ἐπί τινος, διὸ θέλει καὶ γεν. δηλοῦσαν τὸ ἐφ’ οὗ καταρρέει ἢ καταπίπτει τι, κ. δάκρυά τινος Εὐρ. Ἑκ. 760· ἀφρὸν κατέσταζ’ εὐτρίχου γενειάδος ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 934· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐνδύματος, (πρβλ. χέω), νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· μετ. αἰτιατ. μόνον, [[κάμνω]] νὰ στάζῃ τι ἢ πίπτῃ κατὰ σταγόνας, [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[καταρρέω]] ἔκ τινος, [[ἐκβάλλω]] ὕλην ἕνεκά τινος, Φιλοκτήτην διαβόρω νόσῳ κ. [[πόδα]], οὗτινος ὁ ποὺς ἔχει διαβρωτικὴν πληγὴν στάζουσαν [[πύον]] ἢ ὁ ποὺς πυορροεῖ νοσῶν, Σοφ. Φιλ. 7· πρβλ. [[στάζω]] Ι. 2· κ. ἀφρῷ, [[στάζω]] ἀφρούς, Εὐρ. Ἱκέτ. 587. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ στάζοντος ὑγροῦ, 1) ἀμεταβ., [[στάζω]], [[πίπτω]] [[κάτω]] κατὰ σταγόνας, κ. τινος ἢ κατά τινος, ἐπί τι, εἴς τι, [[πρός]] τι, τι·- [[βωμός]], [[Ἕλλην]] οὗ καταστάζει [[φόνος]], καθ’ οὗ ἢ ἐφ’ οὗ χύνεται Ἑλληνικὸν [[αἷμα]], Εὐρ. Ι.Τ. 72· αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζουσιν, καθ’ οὗ ἢ εφ’ οὗ, ὁ αὐτ. Ἑλ. 985· δάκρυ κατ. τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τά δὲ ἐπὶ τοὺς πόδας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· [[αἷμα]] κ. εἰς τὴν γῆν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 17· ὁ [[ἄκρατος]] κ. πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. π. Πένθ. 19. 2) μεταβ., στάζων, σταλάζων [[ὑγραίνω]], βρέχω τι, [[ἱδρώς]] γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει [[δέμας]] Σοφ. Φιλ. 823· φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν Εὐρ. Ἑκ. 241.
|lstext='''καταστάζω''': μέλλ. -ξω. Ι. ἐπὶ προσώπων, 1) μετ. αἰτιατ. πράγμ., ἀφίνω νὰ πέσῃ ὑγρόν τι κατὰ σταγόνας ἢ [[στάγδην]] ἐπί τινος, διὸ θέλει καὶ γεν. δηλοῦσαν τὸ ἐφ’ οὗ καταρρέει ἢ καταπίπτει τι, κ. δάκρυά τινος Εὐρ. Ἑκ. 760· ἀφρὸν κατέσταζ’ εὐτρίχου γενειάδος ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 934· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐνδύματος, (πρβλ. χέω), νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· μετ. αἰτιατ. μόνον, [[κάμνω]] νὰ στάζῃ τι ἢ πίπτῃ κατὰ σταγόνας, [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[καταρρέω]] ἔκ τινος, [[ἐκβάλλω]] ὕλην ἕνεκά τινος, Φιλοκτήτην διαβόρω νόσῳ κ. [[πόδα]], οὗτινος ὁ ποὺς ἔχει διαβρωτικὴν πληγὴν στάζουσαν [[πύον]] ἢ ὁ ποὺς πυορροεῖ νοσῶν, Σοφ. Φιλ. 7· πρβλ. [[στάζω]] Ι. 2· κ. ἀφρῷ, [[στάζω]] ἀφρούς, Εὐρ. Ἱκέτ. 587. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ στάζοντος ὑγροῦ, 1) ἀμεταβ., [[στάζω]], [[πίπτω]] [[κάτω]] κατὰ σταγόνας, κ. τινος ἢ κατά τινος, ἐπί τι, εἴς τι, [[πρός]] τι, τι·- [[βωμός]], [[Ἕλλην]] οὗ καταστάζει [[φόνος]], καθ’ οὗ ἢ ἐφ’ οὗ χύνεται Ἑλληνικὸν [[αἷμα]], Εὐρ. Ι.Τ. 72· αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζουσιν, καθ’ οὗ ἢ εφ’ οὗ, ὁ αὐτ. Ἑλ. 985· δάκρυ κατ. τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τά δὲ ἐπὶ τοὺς πόδας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· [[αἷμα]] κ. εἰς τὴν γῆν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 17· ὁ [[ἄκρατος]] κ. πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. π. Πένθ. 19. 2) μεταβ., στάζων, σταλάζων [[ὑγραίνω]], βρέχω τι, [[ἱδρώς]] γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει [[δέμας]] Σοφ. Φιλ. 823· φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν Εὐρ. Ἑκ. 241.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire tomber goutte à goutte, faire dégoutter : [[δάκρυ]] τινός EUR verser des larmes sur qqn;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> tomber goutte à goutte, dégoutter : τινός de qch ; νόσῳ SOPH être atteint d’un mal qui suppure ; <i>avec</i> acc. dégoutter sur, inonder : [[δέμας]] τινί SOPH inonder le corps de qqn <i>en parl. de sueur</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στάζω]].
}}
}}