3,256,975
edits
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταχορδεύω''': [[κατακόπτω]] τι ὡς τὸ [[κρέας]] πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. [[χορδεύω]]), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75˙ ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2˙ κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D˙- [[ὡσαύτως]] καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''καταχορδεύω''': [[κατακόπτω]] τι ὡς τὸ [[κρέας]] πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. [[χορδεύω]]), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75˙ ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2˙ κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D˙- [[ὡσαύτως]] καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=arracher les entrailles ; éventrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χορδή]]. | |||
}} | }} |