Anonymous

κερδαλέη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερδαλέη''': ἡ, συνηρ. κερδαλῆ, = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Γρηγ. Ναζ. Ι. 605A, ἴδε [[κερδαλέος]] III 2, πρβλ. Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 327.
|lstext='''κερδαλέη''': ἡ, συνηρ. κερδαλῆ, = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Γρηγ. Ναζ. Ι. 605A, ἴδε [[κερδαλέος]] III 2, πρβλ. Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 327.
}}
{{bailly
|btext=έης (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[ἀλώπηξ]];<br />renard (<i>propr.</i> le rusé).<br />'''Étymologie:''' fém. de [[κερδαλέος]].
}}
}}