Anonymous

κελέοντες: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελέοντες''': -ων, οἱ, αἱ δοκοὶ τοῦ ὀρθίου ἱστοῦ τῶν ἀρχαίων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐτείνετο τὸ [[ὕφασμα]]· [[ὡσαύτως]], τὰ καταπεπηγότα ἢ ὀρθὰ ξύλα, [[ἱστόποδες]], Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 628) παρ’ Ἡσυχ., Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Θεόκρ. 18. 34, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 884. 15·- ὁ ἑνικ. ἀναφέρεται παρὰ Φωτίῳ ἐν λέξει κελένδρυον, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. κελένδρυνον.
|lstext='''κελέοντες''': -ων, οἱ, αἱ δοκοὶ τοῦ ὀρθίου ἱστοῦ τῶν ἀρχαίων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐτείνετο τὸ [[ὕφασμα]]· [[ὡσαύτως]], τὰ καταπεπηγότα ἢ ὀρθὰ ξύλα, [[ἱστόποδες]], Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 628) παρ’ Ἡσυχ., Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Θεόκρ. 18. 34, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 884. 15·- ὁ ἑνικ. ἀναφέρεται παρὰ Φωτίῳ ἐν λέξει κελένδρυον, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. κελένδρυνον.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />montants d’un métier à tisser vertical.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[κολωνός]].
}}
}}