Anonymous

κατάπλοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπλοος''': συνῃρημ. -πλους, ὁ, τὸ πλέειν πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζεσθαι, Θουκ. 4. 10, 26· ὁ Σικελικὸς κ., ἡ [[ἄφιξις]] τῶν σιτοφόρων πλοίων ἐκ τῆς Σικελίας, Δημ. 1285. 21· ἐκ κατάπλου, ἀμέσως [[μετὰ]] τὴν προσόρμησιν, ὡς τὸ ἐξ ἐφόδου περὶ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ, ἐκ κ. πολιορκεῖν τὴν πόλιν Πολύβ. 15. 23, 3. ΙΙ. ὁ κατὰ τὴν ἐπάνοδον [[πλοῦς]], [[ἐπιστροφή]], ὁ [[οἴκαδε]] κ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 11· ἔτι ὁ [[τόπος]], [[ὅπου]] καταπλέει τις, μεταγεν.
|lstext='''κατάπλοος''': συνῃρημ. -πλους, ὁ, τὸ πλέειν πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζεσθαι, Θουκ. 4. 10, 26· ὁ Σικελικὸς κ., ἡ [[ἄφιξις]] τῶν σιτοφόρων πλοίων ἐκ τῆς Σικελίας, Δημ. 1285. 21· ἐκ κατάπλου, ἀμέσως [[μετὰ]] τὴν προσόρμησιν, ὡς τὸ ἐξ ἐφόδου περὶ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ, ἐκ κ. πολιορκεῖν τὴν πόλιν Πολύβ. 15. 23, 3. ΙΙ. ὁ κατὰ τὴν ἐπάνοδον [[πλοῦς]], [[ἐπιστροφή]], ὁ [[οἴκαδε]] κ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 11· ἔτι ὁ [[τόπος]], [[ὅπου]] καταπλέει τις, μεταγεν.
}}
{{bailly
|btext=όου (ὁ) :<br /><b>1</b> trajet en venant de la haute mer ; débarquement;<br /><b>2</b> retour par mer.<br />'''Étymologie:''' [[καταπλέω]].
}}
}}