Anonymous

κατάφευξις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάφευξις''': -εως, ἡ, [[καταφυγὴ]] πρὸς ἀσφάλειαν; κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Θουκ. 7. 41. ΙΙ. [[καταφύγιον]], [[τόπος]] πρὸς ἀσφάλειαν, κ. ἀσφαλὴς [[αὐτόθι]] 38.
|lstext='''κατάφευξις''': -εως, ἡ, [[καταφυγὴ]] πρὸς ἀσφάλειαν; κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Θουκ. 7. 41. ΙΙ. [[καταφύγιον]], [[τόπος]] πρὸς ἀσφάλειαν, κ. ἀσφαλὴς [[αὐτόθι]] 38.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de fuir, fuite;<br /><b>2</b> place de refuge.<br />'''Étymologie:''' [[καταφεύγω]].
}}
}}