Anonymous

κικλήσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κικλήσκω''': ποιητ. μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] τοῦ [[καλέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἐπικ. ἀπαρ. κικλησκέμεν Ἰλ. Ι. 11· Ἐπικ. παρατ. κίκλησκον Β. 404, κτλ. Καλῶ, προσκαλῶ, Λ. 606., Ρ. 532, Ὀδ. Χ. 397· [[κλήδην]] εἰς ἀγορὴν κ. Ἰλ. Ι. 11. ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ἄμυδις]] κικλήσκετο πάντας ἀρίστους Κ. 300. 2) προσκαλῶ, Β. 404. 3) ἐπικαλοῦμαι Ι. 569, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 212, 218, Εὐμ. 508, Σοφ. Ο. Τ. 209, κτλ. ΙΙ. [[προσαγορεύω]], ὁμιλῶ, Ἰλ. Ψ. 221. ΙΙΙ. [[ὀνομάζω]], καλῶ κατ’ [[ὄνομα]], τὴν ἄνδρες... Βατίειαν κ. Ἰλ. Β. 813, πρβλ. Ξ. 291· τὸν ἐπίκλησιν κορυνήτην ἄνδρες κ. Η. 139, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 211, Ἀποσπ. 58. 4, Αἰσχύλ. Ἀγ. 712, Εὐρ. Ἠλ. 118· [[οὕτως]] ἐν παρῳδίᾳ ἡρωϊκοῦ στίχου, χαλκίδα κικλήσκουσι θεοὶ Κρατ. ἐν Ἀδήλ. 62· [[οὔνομα]] Θεσμοφάνην με... κίκλησκον Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 153· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, ὑπάρχει [[νῆσος]] καλουμένη Συρία ([[Σῦρος]]), Ὀδ. Ο. 403· ἀφ’ οὗ δὴ Ῥήγιον κικλήσκεται Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 3. 4· πατρὸς Στρυμόνος κικλήσκεται Εὐρ. Ρῆσ. 279, 652· πρβλ. [[καλέω]] ΙΙ. 3. α, [[κλῄζω]] ΙΙ.
|lstext='''κικλήσκω''': ποιητ. μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] τοῦ [[καλέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἐπικ. ἀπαρ. κικλησκέμεν Ἰλ. Ι. 11· Ἐπικ. παρατ. κίκλησκον Β. 404, κτλ. Καλῶ, προσκαλῶ, Λ. 606., Ρ. 532, Ὀδ. Χ. 397· [[κλήδην]] εἰς ἀγορὴν κ. Ἰλ. Ι. 11. ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ἄμυδις]] κικλήσκετο πάντας ἀρίστους Κ. 300. 2) προσκαλῶ, Β. 404. 3) ἐπικαλοῦμαι Ι. 569, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 212, 218, Εὐμ. 508, Σοφ. Ο. Τ. 209, κτλ. ΙΙ. [[προσαγορεύω]], ὁμιλῶ, Ἰλ. Ψ. 221. ΙΙΙ. [[ὀνομάζω]], καλῶ κατ’ [[ὄνομα]], τὴν ἄνδρες... Βατίειαν κ. Ἰλ. Β. 813, πρβλ. Ξ. 291· τὸν ἐπίκλησιν κορυνήτην ἄνδρες κ. Η. 139, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 211, Ἀποσπ. 58. 4, Αἰσχύλ. Ἀγ. 712, Εὐρ. Ἠλ. 118· [[οὕτως]] ἐν παρῳδίᾳ ἡρωϊκοῦ στίχου, χαλκίδα κικλήσκουσι θεοὶ Κρατ. ἐν Ἀδήλ. 62· [[οὔνομα]] Θεσμοφάνην με... κίκλησκον Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 153· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, ὑπάρχει [[νῆσος]] καλουμένη Συρία ([[Σῦρος]]), Ὀδ. Ο. 403· ἀφ’ οὗ δὴ Ῥήγιον κικλήσκεται Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 3. 4· πατρὸς Στρυμόνος κικλήσκεται Εὐρ. Ρῆσ. 279, 652· πρβλ. [[καλέω]] ΙΙ. 3. α, [[κλῄζω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐκίκλησκον, <i>épq.</i> κίκλησκον;<br /><i>poét. c.</i> [[καλέω]] :<br /><b>I.</b> appeler, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> convoquer : [[εἰς]] ἀγορήν IL à l’assemblée;<br /><b>2</b> convier, inviter;<br /><b>3</b> invoquer;<br /><b>4</b> interpeller;<br /><b>II.</b> dénommer, appeler d’un nom <i>ou</i> par son nom : τινα ἐπίκλησιν κ. IL désigner qqn par le surnom de ; [[νῆσος]] [[Συρίη]] κικλήσκεται OD on appelle cette île Syros.<br />'''Étymologie:''' R. Καλ, appeler, &gt; Κλη, avec redoublement.
}}
}}