Anonymous

καταξενόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταξενόω''': [[ὑποδέχομαι]] τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, [[γίνομαι]] δεκτὸς ὡς [[ξένος]], φιλοξενοῦμαι, [[κατεξενωμένος]] Αἰσχύλ. Χο. 706.
|lstext='''καταξενόω''': [[ὑποδέχομαι]] τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, [[γίνομαι]] δεκτὸς ὡς [[ξένος]], φιλοξενοῦμαι, [[κατεξενωμένος]] Αἰσχύλ. Χο. 706.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> κατεξενωμένος;<br />recevoir comme un hôte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξενόω]].
}}
}}