Anonymous

κλαγγηδόν: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαγγηδόν''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] κλαγγῆς, θορύβου, βοῆς, Ἰλ. Β. 463· ― [[ὡσαύτως]] κλαγγόν, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ., [[ἔνθα]] ὁ Ἰακώψιος (Ἀνθ. Π. 3, 149) διορθοῖ κλαγκτόν.
|lstext='''κλαγγηδόν''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] κλαγγῆς, θορύβου, βοῆς, Ἰλ. Β. 463· ― [[ὡσαύτως]] κλαγγόν, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ., [[ἔνθα]] ὁ Ἰακώψιος (Ἀνθ. Π. 3, 149) διορθοῖ κλαγκτόν.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec un bruit aigu.<br />'''Étymologie:''' [[κλαγγή]], -δον.
}}
}}