Anonymous

κιλλίβας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιλλίβας''': -αντος, ὁ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιλλίβαντες, [[τρίπους]] πρὸς ὑποστήριξιν πράγματός τινος (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.), κιλλίβαντες ἀσπίδος, ἐφ’ οὗ αἱ ἀσπίδες ἐτίθεντο, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1122· ζωγράφου [[τρίπους]] ἢ [[ἀναλόγιον]], ἐφ’ οὗ ἡ [[εἰκών]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 163, πρβλ. Ζ΄, 129, Müller Archäol. de Kunst. § 319. 4· [[μέρος]] τοῦ σώματος τοῦ ἅρματος, Πολύδ. Α΄, 143· τὰ ὑποστηρίγματα βήματος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[μέρος]] τῆς σαμβύκης (ΙΙ), Βίτων π. Μηχ. σελ. 110 κἑξ. (Ἐκ τοῦ [[κίλλος]] = [[ὄνος]] καὶ τοῦ βαίνω· καὶ ἡ [[λέξις]] [[ὄνος]] ἔκειτο [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. τὸ Ἀγγλικὸν easel, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ τῷ Γερμανικῷ Esel).
|lstext='''κιλλίβας''': -αντος, ὁ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιλλίβαντες, [[τρίπους]] πρὸς ὑποστήριξιν πράγματός τινος (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.), κιλλίβαντες ἀσπίδος, ἐφ’ οὗ αἱ ἀσπίδες ἐτίθεντο, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1122· ζωγράφου [[τρίπους]] ἢ [[ἀναλόγιον]], ἐφ’ οὗ ἡ [[εἰκών]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 163, πρβλ. Ζ΄, 129, Müller Archäol. de Kunst. § 319. 4· [[μέρος]] τοῦ σώματος τοῦ ἅρματος, Πολύδ. Α΄, 143· τὰ ὑποστηρίγματα βήματος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[μέρος]] τῆς σαμβύκης (ΙΙ), Βίτων π. Μηχ. σελ. 110 κἑξ. (Ἐκ τοῦ [[κίλλος]] = [[ὄνος]] καὶ τοῦ βαίνω· καὶ ἡ [[λέξις]] [[ὄνος]] ἔκειτο [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. τὸ Ἀγγλικὸν easel, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ τῷ Γερμανικῷ Esel).
}}
{{bailly
|btext=αντος (ὁ) :<br /><b>1</b> support d’une plateforme;<br /><b>2</b> support à trois pieds, chevalet sur lequel on déposait le bouclier après le combat;<br /><b>3</b> support de [[σαμβύκη]].<br />'''Étymologie:''' [[κίλλος]], [[βαίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὀκρίβας]].
}}
}}