Anonymous

κηριτρεφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηριτρεφής''': -ές, ([[τρέφω]]) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, [[θανατηφόρος]], Συνέσ. 329C.
|lstext='''κηριτρεφής''': -ές, ([[τρέφω]]) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, [[θανατηφόρος]], Συνέσ. 329C.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> né pour le malheur, infortuné;<br /><b>2</b> qui cause la mort.<br />'''Étymologie:''' κήρ, [[τρέφω]].
}}
}}