3,272,958
edits
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλέπτω''': Ἰων. παρατ. κλέπτεσκον Ἡρόδ. 2. 174· μέλλ. κλέψω Ἀριστοφ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] κλέψομαι Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13· ἀόριστ. ἔκλεψα Ἰλ., Ἀττ. πρκμ. κέκλοφα Ἀριστοφ. Πλ. 368, 372, Πλάτ. κτλ. ― Παθ., ἀόρ. α΄ ἐκλέφθην Ἡρόδ. 5. 84, Εὐρ.· ἀόρ. β΄ ἐκλάπην ᾰ Πλάτ. Πολ. 413Α, Ξεν., κτλ.· πρκμ. κέκλεμμαι Σοφ. Ἀντ. 681· κέκλαμμαι ἐφέρετο πρότερον παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 57. (Ἐκ. √ΚΛΕΠ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ κλέπος, ἀόρ. κλαπῆναι, κλοπή, κτλ.· πρβλ. λατ. clap-ere· Γοτθ. hlif-an (κλέπτειν), hlif-tus ([[κλέπτης]])· πρβλ. τὸ Σκωτικὸν lift = [[κλέπτω]], ὡς ἐν τῷ cattle-lifter· [[ὅπερ]] ἔχει καὶ ὁ Shaksp. (Troilus and Cress. 1. 2,) καὶ ὁ Ben Jonson, καὶ νῦν δὲ διαμένει ἐν τῇ λέξ. shop-lifter). [[κλέπτω]], [[λαμβάνω]] κρυφίως, μετ’ αἰτ. Ὅμ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ὁποίου ἡ κλοπὴ ὡς καὶ ἡ [[πειρατεία]] δὲν ἐθεωροῦντο ἄτιμα ἔργα ἀποδιδόμενα εἰς τοὺς ἥρωας, καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς θεούς, [[οἷον]] εἰς τὸν Ἑρμῆν, Ἰλ. Ω. 24· τῆς γενεῆς ἔκλεψε, ἐξ ἐκείνης τῆς γενεᾶς ἔκλεψε, ἐνν. πώλους, Ε. 268· ἀλλὰ παρὰ Σόλωνι φαίνεται καθαρῶς ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλ. κοινά, δημόσια 3. 13· κλ. τι [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 1. 186· κ. ἐξ ἱερῶν, ἀφ’ ἱερῶν Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἐπὶ προσώπων, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, [[ἀπάγω]], Πινδ. Π. 4. 445· πυρὸς [[σέλας]] κλ., ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 8· κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ Σοφ. Φιλ. 644· κλ. τοὺς μηνύοντας, τοὺς καταγγέλοντας [[ἀπάγω]], Ἀντιφῶν 133 ἐν τέλ.· ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν ἐς γῆν [[σῶμα]] κλ., [[καταβιβάζω]] κρυφίως, Εὐρ. Τρῳ. 958, πρβλ. 1010· ― κλ. μορφάς, [[κλέπτω]] μεταβιβάζων μορφὰς εἰς τὸν πίνακα (ἀντιγράφων), Ἀνθ. Π. 11. 433. 2) κατ’ ἐνεργ. μετοχ., [[κλεπτικός]], [[κλέπτον]] βλέπει, ἔχει βλέμματα κλέπτου, Ἀριστοφ. Σφ. 900· [[κλέπτον]] τὸ [[χρῆμα]] τἀνδρός, [[εἶναι]] [[διαβόητος]] [[κλέπτης]], [[αὐτόθι]] 933. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ἐξαπατῶ, [[δολιεύομαι]], πανούργως ἀποστερῶ, πάρφασις, ἥ τ’ ἔκλεψε νόον Ἰλ. Ξ. 217· οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον Ἡσιόδ. Θ. 613· μὴ κλέπτε νόῳ Ἰλ. Λ. 132· κλέπτει νιν οὐ [[θεός]], οὐ [[βροτός]], ἔργοις [[οὔτε]] βουλαῖς Πίνδ. Π. 3. 52· [[σοφία]] κλέπτει παράγοισα ὁ αὐτ. Ν. 7. 33· [[οὔτοι]] φρέν’ ἂν κλέψειεν Αἰσχύλ. Χο. 854, πρβλ. Σοφ. Τρ. 243, κτλ.· καὶ παρὰ πεζογράφοις, κλ. τὴν ἀκρόασιν Αἰσχίν. 67. 40· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., κλέπτεται ὁ ἀκροατὴς Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 5· προβαίνει κλεπτόμενος, ἐξαπατώμενος, τυφλώττων, Ἡρόδ. 7. 49, 2· κλαπέντες ἢ βιασθέντες τοῦτο πάσχουσιν Πλάτ. Πολ. 413Α· ἀπροσ., κλέπτεται, γίνεται ἡ [[ἐξαπάτησις]], ἐνεργεῖται ἡ [[ἀπάτη]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], φυλάττω μυστικόν, Πινδ. Ο. 6. 60, Π. 4. 171, Σοφ. Φιλ. 57, Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 2· κλ. τί τινος, [[ἀποκρύπτω]] ἀπὸ…, Πλάτ. Πολ. 334Α· πρβλ. [[κλεπτέον]]· ― [[παρατρέπω]], [[μεταβάλλω]], διαβολαῖς νέαις κλέψας τὰ [[πρόσθε]] σφάλματ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 415· τοῖς ὀνόμασι κλ. τὰ πράγματα Αἰσχίν. 73 ἐν τέλ.· κλ. τὰ μέτρα Δημ. Φαληρ. 118· τὴν ἀλήθειαν Συνέσ. 283C, κτλ. IV. [[πλάττω]] κρυφίως ἢ [[μετὰ]] δόλου, δόλοισι κλ. σφαγάς, ἐκτελῶ σφαγὰς διὰ μυστικῆς ἀπάτης, Σοφ. Ἠλ. 37· πόλλ’ ἄν... [[λάθρα]] σὺ κλέψειας κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1137· κλ. μύθους, [[ψιθυρίζω]], διαδίδω κακὰς φήμας, ὁ αὐτ. 189· κλέπτων ἢ βιαζόμενος, δι’ ἀπάτης ἢ φανερᾶς βίας, Πλάτ. Νόμ. 933Ε· [[ταῦτα]] κλέπτοντες πράξεσιν, δηλ. [[λάθρα]] πράττοντες, ὁ αὐτ. 910Β· κλεπτομένη [[λαλιά]], μυστική, κρυφία, κρυφή, Λουκ. Ἔρωτ. 15, κτλ. 2) [[καταλαμβάνω]] κρυφίως, τὰ ὄρη Ξεν. Ἀν. 5. 6, 9, πρβλ. 4. 6, 11 καὶ 15· τὴν ἀρχὴν Διον. Ἁλ. 4. 10· ― [[ὡσαύτως]], ἐπιτελῶ, ἐκτελῶ κρυφίως, κλέπτειν γάμον δώροις Θεόκρ. 22. 151, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 36, 2. 3) ἀνεπαισθήτως ἀπαλλάττομαι, τὴν αὐγὴν Ἱππ. 464. 43· κλ. τὸ δοκεῖν..., Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 7. | |lstext='''κλέπτω''': Ἰων. παρατ. κλέπτεσκον Ἡρόδ. 2. 174· μέλλ. κλέψω Ἀριστοφ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] κλέψομαι Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13· ἀόριστ. ἔκλεψα Ἰλ., Ἀττ. πρκμ. κέκλοφα Ἀριστοφ. Πλ. 368, 372, Πλάτ. κτλ. ― Παθ., ἀόρ. α΄ ἐκλέφθην Ἡρόδ. 5. 84, Εὐρ.· ἀόρ. β΄ ἐκλάπην ᾰ Πλάτ. Πολ. 413Α, Ξεν., κτλ.· πρκμ. κέκλεμμαι Σοφ. Ἀντ. 681· κέκλαμμαι ἐφέρετο πρότερον παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 57. (Ἐκ. √ΚΛΕΠ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ κλέπος, ἀόρ. κλαπῆναι, κλοπή, κτλ.· πρβλ. λατ. clap-ere· Γοτθ. hlif-an (κλέπτειν), hlif-tus ([[κλέπτης]])· πρβλ. τὸ Σκωτικὸν lift = [[κλέπτω]], ὡς ἐν τῷ cattle-lifter· [[ὅπερ]] ἔχει καὶ ὁ Shaksp. (Troilus and Cress. 1. 2,) καὶ ὁ Ben Jonson, καὶ νῦν δὲ διαμένει ἐν τῇ λέξ. shop-lifter). [[κλέπτω]], [[λαμβάνω]] κρυφίως, μετ’ αἰτ. Ὅμ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ὁποίου ἡ κλοπὴ ὡς καὶ ἡ [[πειρατεία]] δὲν ἐθεωροῦντο ἄτιμα ἔργα ἀποδιδόμενα εἰς τοὺς ἥρωας, καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς θεούς, [[οἷον]] εἰς τὸν Ἑρμῆν, Ἰλ. Ω. 24· τῆς γενεῆς ἔκλεψε, ἐξ ἐκείνης τῆς γενεᾶς ἔκλεψε, ἐνν. πώλους, Ε. 268· ἀλλὰ παρὰ Σόλωνι φαίνεται καθαρῶς ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλ. κοινά, δημόσια 3. 13· κλ. τι [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 1. 186· κ. ἐξ ἱερῶν, ἀφ’ ἱερῶν Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἐπὶ προσώπων, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, [[ἀπάγω]], Πινδ. Π. 4. 445· πυρὸς [[σέλας]] κλ., ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 8· κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ Σοφ. Φιλ. 644· κλ. τοὺς μηνύοντας, τοὺς καταγγέλοντας [[ἀπάγω]], Ἀντιφῶν 133 ἐν τέλ.· ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν ἐς γῆν [[σῶμα]] κλ., [[καταβιβάζω]] κρυφίως, Εὐρ. Τρῳ. 958, πρβλ. 1010· ― κλ. μορφάς, [[κλέπτω]] μεταβιβάζων μορφὰς εἰς τὸν πίνακα (ἀντιγράφων), Ἀνθ. Π. 11. 433. 2) κατ’ ἐνεργ. μετοχ., [[κλεπτικός]], [[κλέπτον]] βλέπει, ἔχει βλέμματα κλέπτου, Ἀριστοφ. Σφ. 900· [[κλέπτον]] τὸ [[χρῆμα]] τἀνδρός, [[εἶναι]] [[διαβόητος]] [[κλέπτης]], [[αὐτόθι]] 933. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ἐξαπατῶ, [[δολιεύομαι]], πανούργως ἀποστερῶ, πάρφασις, ἥ τ’ ἔκλεψε νόον Ἰλ. Ξ. 217· οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον Ἡσιόδ. Θ. 613· μὴ κλέπτε νόῳ Ἰλ. Λ. 132· κλέπτει νιν οὐ [[θεός]], οὐ [[βροτός]], ἔργοις [[οὔτε]] βουλαῖς Πίνδ. Π. 3. 52· [[σοφία]] κλέπτει παράγοισα ὁ αὐτ. Ν. 7. 33· [[οὔτοι]] φρέν’ ἂν κλέψειεν Αἰσχύλ. Χο. 854, πρβλ. Σοφ. Τρ. 243, κτλ.· καὶ παρὰ πεζογράφοις, κλ. τὴν ἀκρόασιν Αἰσχίν. 67. 40· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., κλέπτεται ὁ ἀκροατὴς Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 5· προβαίνει κλεπτόμενος, ἐξαπατώμενος, τυφλώττων, Ἡρόδ. 7. 49, 2· κλαπέντες ἢ βιασθέντες τοῦτο πάσχουσιν Πλάτ. Πολ. 413Α· ἀπροσ., κλέπτεται, γίνεται ἡ [[ἐξαπάτησις]], ἐνεργεῖται ἡ [[ἀπάτη]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], φυλάττω μυστικόν, Πινδ. Ο. 6. 60, Π. 4. 171, Σοφ. Φιλ. 57, Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 2· κλ. τί τινος, [[ἀποκρύπτω]] ἀπὸ…, Πλάτ. Πολ. 334Α· πρβλ. [[κλεπτέον]]· ― [[παρατρέπω]], [[μεταβάλλω]], διαβολαῖς νέαις κλέψας τὰ [[πρόσθε]] σφάλματ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 415· τοῖς ὀνόμασι κλ. τὰ πράγματα Αἰσχίν. 73 ἐν τέλ.· κλ. τὰ μέτρα Δημ. Φαληρ. 118· τὴν ἀλήθειαν Συνέσ. 283C, κτλ. IV. [[πλάττω]] κρυφίως ἢ [[μετὰ]] δόλου, δόλοισι κλ. σφαγάς, ἐκτελῶ σφαγὰς διὰ μυστικῆς ἀπάτης, Σοφ. Ἠλ. 37· πόλλ’ ἄν... [[λάθρα]] σὺ κλέψειας κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1137· κλ. μύθους, [[ψιθυρίζω]], διαδίδω κακὰς φήμας, ὁ αὐτ. 189· κλέπτων ἢ βιαζόμενος, δι’ ἀπάτης ἢ φανερᾶς βίας, Πλάτ. Νόμ. 933Ε· [[ταῦτα]] κλέπτοντες πράξεσιν, δηλ. [[λάθρα]] πράττοντες, ὁ αὐτ. 910Β· κλεπτομένη [[λαλιά]], μυστική, κρυφία, κρυφή, Λουκ. Ἔρωτ. 15, κτλ. 2) [[καταλαμβάνω]] κρυφίως, τὰ ὄρη Ξεν. Ἀν. 5. 6, 9, πρβλ. 4. 6, 11 καὶ 15· τὴν ἀρχὴν Διον. Ἁλ. 4. 10· ― [[ὡσαύτως]], ἐπιτελῶ, ἐκτελῶ κρυφίως, κλέπτειν γάμον δώροις Θεόκρ. 22. 151, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 36, 2. 3) ἀνεπαισθήτως ἀπαλλάττομαι, τὴν αὐγὴν Ἱππ. 464. 43· κλ. τὸ δοκεῖν..., Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> κλέψω, <i>ao.</i> ἔκλεψα, <i>pf.</i> κέκλοφα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐκλέφθην, <i>ao.2</i> [[ἐκλάπην]], <i>pf.</i> [[κέκλεμμαι]];<br /><b>1</b> voler, dérober : [[τι]] [[ἀπό]] τινος dérober un objet d’un trésor, de qch ; <i>fig.</i> s’emparer par surprise de : [[ὄρος]] XÉN d’une montagne ; τὰ [[τῶν]] πολεμίων κλ. XÉN surprendre le secret de l’ennemi ; <i>en parl. de l’intelligence</i> νόον IL, φρένα ESCHL s’emparer par surprise de l’intelligence de l’esprit, <i>càd</i> tromper, abuser ; <i>qqf en b. part</i> captiver : κλέπτεται ὁ [[ἀκροατής]] ARSTT l’auditeur est pris, captivé;<br /><b>2</b> cacher, dissimuler : τοῖς ὀνόμασι κλ. τὰ πράγματα ESCHN dissimuler des choses sous de faux noms ; <i>abs.</i> tromper;<br /><b>3</b> faire avec dissimulation, accomplir avec perfidie, tromper : κακά SOPH de mauvais desseins ; μύθους SOPH répandre de mauvaises paroles;<br /><b>4</b> accomplir secrètement : σφαγάς SOPH un meurtre;<br /><i><b>Moy.</b></i> κλέπτομαι (<i>f.</i> κλέψομαι) voler <i>ou</i> dérober à son propre détriment.<br />'''Étymologie:''' R. Κλεπ, cacher, cf. [[καλύπτω]]. | |||
}} | }} |