Anonymous

κεστρεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεστρεύς''': έως, ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] οὕτω κληθεὶς ἐκ τοῦ σχήματος αὑτοῦ, Λατ. mugil, καλούμενος καὶ [[νῆστις]], [[διότι]] ὁ στόμαχός του ἀείποτε εὑρίσκετο [[κενός]], ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, καὶ πρβλ. Κωμ. παρ’ Ἀθην. 307C, κἑξ.· [[ἐντεῦθεν]], σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τοῦ ἀείποτε πεινῶντος, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἀριστ. μνημονεύει διάφορα εἴδη, ἴδε Bonitz Indicc. ἐν λέξ.
|lstext='''κεστρεύς''': έως, ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] οὕτω κληθεὶς ἐκ τοῦ σχήματος αὑτοῦ, Λατ. mugil, καλούμενος καὶ [[νῆστις]], [[διότι]] ὁ στόμαχός του ἀείποτε εὑρίσκετο [[κενός]], ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, καὶ πρβλ. Κωμ. παρ’ Ἀθην. 307C, κἑξ.· [[ἐντεῦθεν]], σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τοῦ ἀείποτε πεινῶντος, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἀριστ. μνημονεύει διάφορα εἴδη, ἴδε Bonitz Indicc. ἐν λέξ.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />muge <i>ou</i> mulet, <i>poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέστρα]].
}}
}}