Anonymous

κλισμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλισμός''': ὁ, ([[κλίνω]]) ὡς τὸ [[κλισία]] ΙΙ, [[κλιντήρ]], ἀνάκλιντρον, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., κλισμούς τε θρόνους τε Ὀδ. Α 145· κοσμεῖται διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 436· διὰ τάπητος, Ἰλ. Ι. 200· ἔχων [[ὑποπόδιον]] ([[θρῆνυς]]), Ὀδ. Δ. 136· κλ. βασιλήϊος Θέογν. 1191, πρβλ. Ἱππ. 657. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1440· κλ. δίφροιο Ἄρατ. 251. ΙΙ. [[κλίσις]], [[κατωφέρεια]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4.
|lstext='''κλισμός''': ὁ, ([[κλίνω]]) ὡς τὸ [[κλισία]] ΙΙ, [[κλιντήρ]], ἀνάκλιντρον, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., κλισμούς τε θρόνους τε Ὀδ. Α 145· κοσμεῖται διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 436· διὰ τάπητος, Ἰλ. Ι. 200· ἔχων [[ὑποπόδιον]] ([[θρῆνυς]]), Ὀδ. Δ. 136· κλ. βασιλήϊος Θέογν. 1191, πρβλ. Ἱππ. 657. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1440· κλ. δίφροιο Ἄρατ. 251. ΙΙ. [[κλίσις]], [[κατωφέρεια]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lit de repos, siège allongé.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]].
}}
}}