3,274,313
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίσσᾰ''': Ἀττ. κίττᾰ, ἡ, φλύαρόν τι καὶ ἀδηφάγον πτηνόν, [[ἴσως]] ἡ «καρακάξα», Pica glandaria, Πλίν.· κατ’ ἄλλους Pica Europaea, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, κτλ.· σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον..., οὐ κίτταν Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1. ΙΙ. ἡ ἐπιθυμία ἐγκύου γυναικὸς πρὸς ἀσυνήθη βρώματα, [[ψευδὴς]] [[ὄρεξις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 62, Διοσκ. 1. 166· ― παρὰ Γαλην. κίττησις, ἡ. | |lstext='''κίσσᾰ''': Ἀττ. κίττᾰ, ἡ, φλύαρόν τι καὶ ἀδηφάγον πτηνόν, [[ἴσως]] ἡ «καρακάξα», Pica glandaria, Πλίν.· κατ’ ἄλλους Pica Europaea, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, κτλ.· σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον..., οὐ κίτταν Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1. ΙΙ. ἡ ἐπιθυμία ἐγκύου γυναικὸς πρὸς ἀσυνήθη βρώματα, [[ψευδὴς]] [[ὄρεξις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 62, Διοσκ. 1. 166· ― παρὰ Γαλην. κίττησις, ἡ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />geai, pic, pie, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée. | |||
}} | }} |