Anonymous

κήπευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήπευμα''': τό, [[ἄνθος]] τοῦ κήπου, κηπεύματα Χαρίτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1100, πρβλ. Ἀπολλόδ. παρ’ ’Αθην. 682D, Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 58.
|lstext='''κήπευμα''': τό, [[ἄνθος]] τοῦ κήπου, κηπεύματα Χαρίτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1100, πρβλ. Ἀπολλόδ. παρ’ ’Αθην. 682D, Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 58.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />plante potagère <i>ou</i> de jardin.<br />'''Étymologie:''' [[κηπεύω]].
}}
}}