Anonymous

κνυζόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνυζόω''': μόνον ἐν Ὀδ., κνυζώσω δέ τοι [[ὄσσε]], [[πάρος]] περικαλλέ’ ἐόντε Ν. 401· κνύζωσεν δὲ οἱ [[ὄσσε]] [[αὐτόθι]] 433. ― [[κακόω]], [[βλάπτω]] τοὺς ὀφθαλμούς, προξενῶ εἰς αὐτοὺς ἀμαύρωσιν. ([[Κατὰ]] Ἡσύχ., κτλ., ἔκ τινος λέξεως κνυζός, [[ἀμυδρός]], [[σκοτεινός]]· ἀλλὰ τὸ ἐπίθ. τοῦτο φαίνεται ἐπινοηθέν· ― βέλτιον [[ἴσως]] ἐκ τοῦ [[κνύος]], καὶ οὕτω [[κυρίως]], καθιστῶ τι ἐσχαρῶδες, «κακαδιασμένον» Valck [[Ἄδων]]. σ. 381.).
|lstext='''κνυζόω''': μόνον ἐν Ὀδ., κνυζώσω δέ τοι [[ὄσσε]], [[πάρος]] περικαλλέ’ ἐόντε Ν. 401· κνύζωσεν δὲ οἱ [[ὄσσε]] [[αὐτόθι]] 433. ― [[κακόω]], [[βλάπτω]] τοὺς ὀφθαλμούς, προξενῶ εἰς αὐτοὺς ἀμαύρωσιν. ([[Κατὰ]] Ἡσύχ., κτλ., ἔκ τινος λέξεως κνυζός, [[ἀμυδρός]], [[σκοτεινός]]· ἀλλὰ τὸ ἐπίθ. τοῦτο φαίνεται ἐπινοηθέν· ― βέλτιον [[ἴσως]] ἐκ τοῦ [[κνύος]], καὶ οὕτω [[κυρίως]], καθιστῶ τι ἐσχαρῶδες, «κακαδιασμένον» Valck [[Ἄδων]]. σ. 381.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre galeux, <i>càd</i> érailler, ronger.<br />'''Étymologie:''' [[κνύζα]].
}}
}}