Anonymous

κηροπαγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηροπᾰγής''': -ές, ἐστερεωμένος, ἐστηριγμένος, κεκολλημένος διὰ κηροῦ, Ἀνθολ. Π. 6. 239. Μανέθ. 1. 242.
|lstext='''κηροπᾰγής''': -ές, ἐστερεωμένος, ἐστηριγμένος, κεκολλημένος διὰ κηροῦ, Ἀνθολ. Π. 6. 239. Μανέθ. 1. 242.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />collé avec de la cire.<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πήγνυμι]].
}}
}}