Anonymous

κνύω: Difference between revisions

From LSJ
105 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνύω''': ([[κνάω]]) κτυπῶ τι ἐλαφρῶς ὡς νὰ ξέω ἢ νὰ ψηλαφῶ αὐτό, πόθῳ μου ’κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 481· πρβλ. [[κνῦμα]].
|lstext='''κνύω''': ([[κνάω]]) κτυπῶ τι ἐλαφρῶς ὡς νὰ ξέω ἢ νὰ ψηλαφῶ αὐτό, πόθῳ μου ’κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 481· πρβλ. [[κνῦμα]].
}}
{{bailly
|btext=gratter.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté avec [[κναίω]], [[κνίζω]].
}}
}}