Anonymous

κιχλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιχλίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ, [[κυρίως]] φωνάζω ὡς ἡ [[κίχλη]], (Ἀμμών. [[ὅστις]] γράφει κιχλάζω)· [[ἐντεῦθεν]] γελῶ [[βεβιασμένως]], ἠλιθίως, Ἀριστοφ. Νεφ. 983· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 313· ― ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον [[τρώγω]] κίχλας, ζῶ ἁβρῶς, εὐωχοῦμαι, τρυφῶ, «καλοτρώγω», ἀλλὰ πρβλ. Θεόκρ. 11. 78, Ἀνθ. Π. 5. 245, Ἀλκίφρων 1. 33., 3. 27 καὶ 74. Παρ’ Ἡσυχ., κιχλήσκουσιν [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κιχλίζουσιν.
|lstext='''κιχλίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ, [[κυρίως]] φωνάζω ὡς ἡ [[κίχλη]], (Ἀμμών. [[ὅστις]] γράφει κιχλάζω)· [[ἐντεῦθεν]] γελῶ [[βεβιασμένως]], ἠλιθίως, Ἀριστοφ. Νεφ. 983· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 313· ― ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον [[τρώγω]] κίχλας, ζῶ ἁβρῶς, εὐωχοῦμαι, τρυφῶ, «καλοτρώγω», ἀλλὰ πρβλ. Θεόκρ. 11. 78, Ἀνθ. Π. 5. 245, Ἀλκίφρων 1. 33., 3. 27 καὶ 74. Παρ’ Ἡσυχ., κιχλήσκουσιν [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κιχλίζουσιν.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>rire aux éclats, rire de façon provocante.<br />'''Étymologie:''' [[κίχλη]].<br /><span class="bld">2</span>manger des grives, faire bonne chère;<br /><i><b>Moy.</b></i> κιχλίζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[κίχλη]].
}}
}}