Anonymous

κολαφίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολᾰφίζω''': ([[κόλαφος]]) [[ῥαπίζω]], κτυπῶ κατὰ [[πρόσωπον]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 67, κτλ.· πρβλ. [[ῥαπίζω]] 2.
|lstext='''κολᾰφίζω''': ([[κόλαφος]]) [[ῥαπίζω]], κτυπῶ κατὰ [[πρόσωπον]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 67, κτλ.· πρβλ. [[ῥαπίζω]] 2.
}}
{{bailly
|btext=souffleter.<br />'''Étymologie:''' [[κόλαφος]].
}}
}}