Anonymous

κολαστής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κολάζων, τιμωρῶν, [[τιμωρός]], Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων [[ἄγαν]] φρονημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 827. οὕτω παρὰ Σοφ., Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κ. τῶν ἀδικούντων Λυσ. 178. 6· νόμοι κολασταὶ Κριτίας 9. 6.
|lstext='''κολαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κολάζων, τιμωρῶν, [[τιμωρός]], Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων [[ἄγαν]] φρονημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 827. οὕτω παρὰ Σοφ., Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κ. τῶν ἀδικούντων Λυσ. 178. 6· νόμοι κολασταὶ Κριτίας 9. 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui réprime, qui châtie.<br />'''Étymologie:''' [[κολάζω]].
}}
}}