Anonymous

κίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίνῠμαι''': ῑ, ἀποθετ. = κινέομαι (ἀλλὰ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.), πορεύομαι, κινοῦμαι, ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες, ἔβαινον, ἐκινοῦντο..., Ἰλ. Δ. 281, 332, κτλ.· τοῦ καὶ κινυμένοιο, [[καθώς]] ἐκινεῖτο..., Ξ. 173, πρβλ. Κ. 280, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ ὀρχήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 129.
|lstext='''κίνῠμαι''': ῑ, ἀποθετ. = κινέομαι (ἀλλὰ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.), πορεύομαι, κινοῦμαι, ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες, ἔβαινον, ἐκινοῦντο..., Ἰλ. Δ. 281, 332, κτλ.· τοῦ καὶ κινυμένοιο, [[καθώς]] ἐκινεῖτο..., Ξ. 173, πρβλ. Κ. 280, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ ὀρχήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 129.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐκινύμην;<br /><b>1</b> se mettre en mouvement, partir : [[ἐς]] πόλεμον IL pour la guerre;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être secoué, agité.<br />'''Étymologie:''' R. Κι, mouvoir, cf. [[κινέω]].
}}
}}