Anonymous

κοίμησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοίμησις''': -εως, ἡ, τὸ κοιμᾶσθαι, κοιμήσεις ἐπὶ θύραις Πλάτ. Συμπ. 183A· ἡ κ. τοῦ ὕπνου Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ια΄, 13. ΙΙ. ὁ [[θάνατος]], Ἑβδ. (Σειράχ. ΜϚ΄, 19, καὶ ἀλλ.).
|lstext='''κοίμησις''': -εως, ἡ, τὸ κοιμᾶσθαι, κοιμήσεις ἐπὶ θύραις Πλάτ. Συμπ. 183A· ἡ κ. τοῦ ὕπνου Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ια΄, 13. ΙΙ. ὁ [[θάνατος]], Ἑβδ. (Σειράχ. ΜϚ΄, 19, καὶ ἀλλ.).
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se coucher;<br /><b>2</b> sommeil de la mort.<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]].
}}
}}