3,277,114
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινόπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, [[κοινῇ]] μετά τινος [[πλέων]], σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους [[ὁμιλία]], δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872. | |lstext='''κοινόπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, [[κοινῇ]] μετά τινος [[πλέων]], σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους [[ὁμιλία]], δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οος, οον;<br />qui navigue en commun.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[πλέω]]. | |||
}} | }} |