Anonymous

καχήμερος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καχήμερος''': -ον, κακὰς ἡμέρας διερχόμενος, [[ἄθλιος]], ἀντίθ. [[καλήμερος]], Ἀνθ. ΙΙ. 9. 508.
|lstext='''καχήμερος''': -ον, κακὰς ἡμέρας διερχόμενος, [[ἄθλιος]], ἀντίθ. [[καλήμερος]], Ἀνθ. ΙΙ. 9. 508.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui passe sa vie tristement.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ἡμέρα]].
}}
}}