Anonymous

κόβαλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόβᾱλος''': ὁ, [[ἀναίσχυντος]] [[κακοῦργος]], [[πανοῦργος]], [[δόλιος]] καὶ ἀηδὴς [[ἄνθρωπος]], [[ἀπατεών]], συνάπτεται τῷ ἀγοραῖοι καί πανοῦργοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 450, πρβλ. Βατράχ. 1015· τῷ [[μόθων]] ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 279· ἐπὶ τοῦ Μίδου, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 4· ― κόβαλοι, ἦσαν [[προσέτι]] κακοποιὰ φαντάσματα ἃ ἐπεκαλοῦντο οἱ πανοῦργοι καὶ δόλιοι καὶ ἀπατεῶνες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 635, πρβλ. Λοβ. Ἀγλαόφ. 1308 κἑξ.· ― ἐπὶ τῆς [[γλαυκός]], κ. καὶ μιμητὴς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κόβαλα, παίγνια πανοῦργα, ἀπάται, δόλοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 417, Βάτρ. 104· ὕβριστον [[ἔργον]] καί κ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 23 (Ἀν. Β. 368, 24).
|lstext='''κόβᾱλος''': ὁ, [[ἀναίσχυντος]] [[κακοῦργος]], [[πανοῦργος]], [[δόλιος]] καὶ ἀηδὴς [[ἄνθρωπος]], [[ἀπατεών]], συνάπτεται τῷ ἀγοραῖοι καί πανοῦργοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 450, πρβλ. Βατράχ. 1015· τῷ [[μόθων]] ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 279· ἐπὶ τοῦ Μίδου, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 4· ― κόβαλοι, ἦσαν [[προσέτι]] κακοποιὰ φαντάσματα ἃ ἐπεκαλοῦντο οἱ πανοῦργοι καὶ δόλιοι καὶ ἀπατεῶνες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 635, πρβλ. Λοβ. Ἀγλαόφ. 1308 κἑξ.· ― ἐπὶ τῆς [[γλαυκός]], κ. καὶ μιμητὴς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κόβαλα, παίγνια πανοῦργα, ἀπάται, δόλοι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 417, Βάτρ. 104· ὕβριστον [[ἔργον]] καί κ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 23 (Ἀν. Β. 368, 24).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> <b>1</b> fourbe, trompeur, filou, voyou, vaurien;<br /><b>2</b> mauvais plaisant, moqueur;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[κόβαλος]] lutin <i>ou</i> génie malfaisant, qui joue de vilains tours.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> cavilla -- DELG étym. incert.
}}
}}