Anonymous

κορίαννον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορίαννον''': τό, = [[κόριον]], ἡ [[βοτάνη]] καὶ ὁ [[σπόρος]], Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν «Καλλιστοῖ» 1, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Φαρμακομάντει» 2· ἐν τῷ πληθ. Ἀνακρ. 138, Ἀριστοφ. Ἱππ. 676, 682. ΙΙ. γυναικεῖόν τι [[κόσμημα]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 101, Ἡσύχ.
|lstext='''κορίαννον''': τό, = [[κόριον]], ἡ [[βοτάνη]] καὶ ὁ [[σπόρος]], Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν «Καλλιστοῖ» 1, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Φαρμακομάντει» 2· ἐν τῷ πληθ. Ἀνακρ. 138, Ἀριστοφ. Ἱππ. 676, 682. ΙΙ. γυναικεῖόν τι [[κόσμημα]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 101, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />coriandre <i>plante et graine</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. méditerr. ; à rapprocher pê de [[κόρις]], à cause de l’odeur ; <i>myc.</i> korijadono.
}}
}}