Anonymous

κομμώτρια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομμώτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κομμωτής]], ἡ [[καλλωπίστρια]], ἡ ἐπὶ τοῦ κτενίσματος [[ὑπηρέτρια]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737, Πλάτ. Πολ. 373C.
|lstext='''κομμώτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κομμωτής]], ἡ [[καλλωπίστρια]], ἡ ἐπὶ τοῦ κτενίσματος [[ὑπηρέτρια]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737, Πλάτ. Πολ. 373C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />femme de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
}}
}}