Anonymous

κορέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορέω''': [[σπείρω]], σαρώνω, [[καθαίρω]], [[καθαρίζω]], [[δῶμα]] κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ [[παιδαγωγεῖον]] Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. [[ἐξυβρίζω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· [[ὅπερ]] τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ [[κορέννυμι]], ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.
|lstext='''κορέω''': [[σπείρω]], σαρώνω, [[καθαίρω]], [[καθαρίζω]], [[δῶμα]] κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ [[παιδαγωγεῖον]] Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. [[ἐξυβρίζω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· [[ὅπερ]] τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ [[κορέννυμι]], ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />nettoyer en balayant, en lavant, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG étym. non établie.<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br /><i>fut. ion. épq. de</i> [[κορέννυμι]].
}}
}}