Anonymous

κολυμβάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολυμβάς''': -άδος, ἡ, κολυμβὰς [[ἐλαία]], ἐπιπλέουσα ἐν τῇ ἅλμῃ, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 56Β· Ἀττικ. ἁλμάδες ἐλᾶαι, Λοβεκ. Φρύν. 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) = [[κολυμβίς]], Ἀθήν. 395Ε, Ἡσύχ. 2) [[εἶδος]] θάμνου, = [[στοιβή]], Γαλην. 13. 870.
|lstext='''κολυμβάς''': -άδος, ἡ, κολυμβὰς [[ἐλαία]], ἐπιπλέουσα ἐν τῇ ἅλμῃ, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 56Β· Ἀττικ. ἁλμάδες ἐλᾶαι, Λοβεκ. Φρύν. 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) = [[κολυμβίς]], Ἀθήν. 395Ε, Ἡσύχ. 2) [[εἶδος]] θάμνου, = [[στοιβή]], Γαλην. 13. 870.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> qui nage, qui plonge ; ἡ [[κολυμβάς]] ([[ἐλαία]]) olive conservée dans la saumure;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ [[κολυμβάς]], autre nom de la plante aquatique [[στοιβή]].<br />'''Étymologie:''' [[κολυμβάω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 1) [[νευστός]], [[φθινοπωρίς]].
}}
}}