Anonymous

κουρικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρικός''': -ή, -όν, (κουρὰ) [[κατάλληλος]] πρὸς κουράν, [[μάχαιρα]] Πλουτ. Δίων 9˙ αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. ([[κοῦρος]]) ὡς [[νεανίας]]˙ ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. [[κουρίξ]].
|lstext='''κουρικός''': -ή, -όν, (κουρὰ) [[κατάλληλος]] πρὸς κουράν, [[μάχαιρα]] Πλουτ. Δίων 9˙ αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. ([[κοῦρος]]) ὡς [[νεανίας]]˙ ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. [[κουρίξ]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à tondre, à raser.<br />'''Étymologie:''' [[κουρά]].
}}
}}