Anonymous

καταπετρόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπετρόω''': λιθοβολῶν [[φονεύω]] ἢ ἐπισωρεύων ἐπ’ [[αὐτοῦ]] πέτρας [[ἐξαφανίζω]], ἐξέφυγε τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· πρβλ. [[καταλιθόω]]. ΙΙ. [[καταρρίπτω]] ἔκ τινος βράχου (ἐκ πετρῶν) τοὺς θανατουμένους καταπετροῦσι, τοὺς δὲ [[πατραλοίας]] ἔξω τῶν ὅρων ἢ τῶν [[πόλεων]] καταλεύουσιν Στράβ. 3. σ. 155.
|lstext='''καταπετρόω''': λιθοβολῶν [[φονεύω]] ἢ ἐπισωρεύων ἐπ’ [[αὐτοῦ]] πέτρας [[ἐξαφανίζω]], ἐξέφυγε τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· πρβλ. [[καταλιθόω]]. ΙΙ. [[καταρρίπτω]] ἔκ τινος βράχου (ἐκ πετρῶν) τοὺς θανατουμένους καταπετροῦσι, τοὺς δὲ [[πατραλοίας]] ἔξω τῶν ὅρων ἢ τῶν [[πόλεων]] καταλεύουσιν Στράβ. 3. σ. 155.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lapider.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετρόω]].
}}
}}