3,274,216
edits
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσκυλμάτια''': -ων, τά, ἀποκόμματα ἄχρηστα δερμάτων· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 49, κωμικῶς ἐπὶ τῶν ἀποκομμάτων κολακείας, τὰ ὁποῖα προσέφερεν ὁ [[βυρσοδέψης]] Κλέων εἰς τὸν προστάτην [[αὐτοῦ]] Δῆμον. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ, [[σκύλλω]], πρβλ. λατ. qui-squil-iae). | |lstext='''κοσκυλμάτια''': -ων, τά, ἀποκόμματα ἄχρηστα δερμάτων· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 49, κωμικῶς ἐπὶ τῶν ἀποκομμάτων κολακείας, τὰ ὁποῖα προσέφερεν ὁ [[βυρσοδέψης]] Κλέων εἰς τὸν προστάτην [[αὐτοῦ]] Δῆμον. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ, [[σκύλλω]], πρβλ. λατ. qui-squil-iae). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />rognures de cuir ; vétilles, niaiseries.<br />'''Étymologie:''' [[σκύλλω]]. | |||
}} | }} |