Anonymous

κεφαλή: Difference between revisions

From LSJ
1,364 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφᾰλή''': ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, τὸ κεφάλι ἀνθρώπου ἢ ζῴων, Ὅμ. κλπ., [[ἅπαξ]] μόνον παρ᾿ Αἰσχύλ. (Θήβ. 525), καὶ [[ἅπαξ]] παρὰ Σοφ. (Αἴ. 238), ἀλλ᾿ οὐχὶ σπανίως παρ᾿ Εὐρ., κεφαλῇ... μείζονες, ὑψηλότεροι κατὰ μίαν κεφαλήν, Ἰλ. Γ. 168· οὕτω, [[μείων]]... κεφαλὴν [[αὐτόθι]] 193· ― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προθέσ., α) κατὰ κεφαλῆς, [[ἄνωθεν]] ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, κόνιν... χεύατο κὰκ κεφαλῆς Ἰλ. Σ. 24, πρβλ. Ὀδ. Θ. 85, κλπ. β) κὰκ κεφαλήν, κατὰ κεφαλῆς, εἰς τὴν κεφαλ., Ἐρύλαον... [[βάλε]] πέτρῳ μέσσην κὰκ κεφαλὴν Ἰλ. Π. 412. πρβλ. Υ. 387, 475· ἀλλὰ παρὰ πεζογράφοις, = πρὸς τὰ [[κάτω]], Ξεν, Ἑλλ. 7. 2, 8, πρβλ. 11· τὸ κατὰ κ. [[ὕδωρ]], τὸ ἐκ τῆς βροχῆς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 7, π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10· ― [[ὡσαύτως]] καθ᾿ ἑκάστην κεφαλήν, καθ᾿ ἕκαστον, λατ. viritim, Ἀριστοτ. Πολιτικ. 2. 10, 7. γ) ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, Ἰλ. Ψ. 169· οὕτω, τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν σοι πάντ᾿ ἐρῶ Ἀριστοφ. Πλ. 649· ― ἴδε κατωτ. δ) ἐπὶ κεφαλήν, μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], «[[κατακέφαλα]]», ἐπὶ κ. [[κατορύσσω]], [[θάπτω]] μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἡρόδ. 3. 35· ἐπὶ κ. ὠθέεσθαι, ὠθεῖσθαι μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], ὁ αὐτὸς 7. 136· ἐπὶ κ. ὠθεῖν τινα ἐκ τοῦ θρόνου Πλάτ, Πολ. 553Β· ἐπὶ κεφ. εἰς τὸ [[δικαστήριον]] βαδίζειν Δημ. 1042. 11· ἐπὶ κεφαλὴν εἰσπράττειν μισθὸν τοῖς ἱππεῦσιν ἀπόρως διακειμένους, ἀπερισκέπτως, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 14· ― ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν, περιφέρειν εἰς [[σημεῖον]] θαυμασμοῦ, Πλάτ. Πολ. 600D. 2) ὡς τὸ εὐγενέστατον [[μέλος]], ἀντὶ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, πολλὰς ἰφθίμους κεφαλὰς Ἰλ. Λ. 55, πρβλ. Ὀδ. Α. 343, κτλ.· ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ, «ὡς τὸ κεφάλι μου», ὡς ἐμαυτόν, Ἰλ. Σ. 82· [[οὕτως]], ἑᾷ κεφαλᾷ Πινδ. Ο. 7. 123· ἰδίως ἐπὶ χαιρετισμοῦ, [[φίλη]] κ., Λατ. carum caput, Ἰλ. Θ. 281, πρβλ. Σ. 114· ἠθείη κ. Ψ. 94· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Φαῖδρε, [[φίλη]] κ. Πλάτ. Φαῖδρ. 264Α· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὦ κακαὶ κεφαλαὶ Ἡρόδ. 3. 29· ὦ μιαρὰ κ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 285· ― περιφρ. [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, πεντακοσίας κεφαλὰς τῶν Ξέρξεω πολεμίων Ἡρόδ. 9. 99· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, οὐδενὸς ἐμψύχου κεφαλῆς γεύονται ὁ αὐτὸς 2. 39· ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. Δημ. 552. 22, πρβλ. 278. 15. 3) ἡ [[κεφαλή]], δηλ. ἡ ζωή, ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια Ἰλ. Ρ. 242· σὺν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι Δ. 162· παρθέμενοι κεφαλάς, παραβαλόντες, διακινδυνεύσαντες τὰς κεφαλάς, Ὀδ. Β. 237 (ὡς τὸ παρθέμενοι ψυχὰς ἐν Γ. 74). 4) ἐπὶ καταρῶν, ἐς κεφ. τρέποιτ᾿ ἐμοί, ἂς ἐπέλθῃ κατὰ τῆς κεφαλῆς μου! Ἀριστοφ. Ἀχ. 833· ἐς τὴν κ. ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 40· ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κ. Δημ. 322. 23· ἐς κ. σοι (δηλ. τρέποιτο) Ἀριστοφ. Εἰρ. 1063, Πλάτ. 526· σοὶ εἰς κ. Πλάτ. Εὐθύδ. 283Ε (ὃ ἴδε)· οὕτω καί, οἷς ἄν... τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κ. ἀναθεῖεν Δημ. 323, κλπ.· πρβλ. [[ἀναμάσσω]]. ΙΙ. ἡ κεφαλὴ παντὸς πράγματος, [[οἷον]] φυτῶν τινων, κ. σκορόδου, «σκορδοκέφαλλον», Ἀριστοφ. Πλ. 718, κλπ.· κ. μήκωνος Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 2· ― [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν ὀστῶν, κτλ., κεφαλαὶ τῆς ἄνω γνάθου, πιθαν. αἱ κονδυλοειδεῖς καὶ αἱ κορωνοειδεῖς ἀποφύσεις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797· ἡ κ. τοῦ ὄρχεως = ἐπιδιδυμίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 3, Γαλ.· μηροῦ, κνήμης, κ. κτλ., [[Πολυδ]]. Β΄, 185, 188, κτλ.· ― τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] ἢ [[χεῖλος]] ἀγγείου, Θεόκρ. 8. 87, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 8, 8, πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 540· τὸ [[γείσωμα]] τοίχου, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 68. τὸ [[κιονόκρανον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2713-14, 2782. 31, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 121· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ πηγαὶ ποταμοῦ, Ἡρόδ. 4. 91. ΙΙΙ. Ὁμηρείη κ., προτομὴ Ὁμήρου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1085. 10. IV. κ. [[περίθετος]], [[φενάκη]] ἢ [[κεφαλόδεσμος]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 258. V. μεταφ. τὸ οὐσιωδέστατον [[μέρος]] ἢ [[τόπος]], ἡ κυριωτάτη [[θέσις]], κ. δὲ δείπνου γίγνεται Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 3. 2) ὡς τὸ κεφάλαιον, ἡ [[κορωνίς]], τὸ [[συμπλήρωμα]] τοῦ πράγματος, κεφαλὴν ἐπιθεῖναι Πλάτ. Τίμ. 69Α· [[ὥσπερ]] κ. ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις ὁ αὐτὸς ἐν Φιλήβ. 66D, πρβλ. Γοργ. 505D· ― [[ὡσαύτως]] τὸ σύνολον, τὸ [[ἄθροισμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 36. 3) ἐπὶ προσώπων, [[ἀρχηγός]], ἄρχων, Βυζ. (Πρβλ. τοὺς διαλεκτικοὺς τύπους κεβλή, κεβαλή· πρβλ. [[ὡσαύτως]] Σανσκρ. kapâlas ([[κρανίον]])· λατ. cap-ut, cap-illus· Γοτθ. haub-ith (haup-t)· Ἀρχ. Σκανδιν. höfud· Ἀρχ. Σαξον. heaf-ud· (Ἀγγλ. head)· Ἀρχ. Γερμ. houp-it, κτλ.· ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν ῥίζαν πρὸς τὰ κώπη, cap-ulum, κτλ).
|lstext='''κεφᾰλή''': ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, τὸ κεφάλι ἀνθρώπου ἢ ζῴων, Ὅμ. κλπ., [[ἅπαξ]] μόνον παρ᾿ Αἰσχύλ. (Θήβ. 525), καὶ [[ἅπαξ]] παρὰ Σοφ. (Αἴ. 238), ἀλλ᾿ οὐχὶ σπανίως παρ᾿ Εὐρ., κεφαλῇ... μείζονες, ὑψηλότεροι κατὰ μίαν κεφαλήν, Ἰλ. Γ. 168· οὕτω, [[μείων]]... κεφαλὴν [[αὐτόθι]] 193· ― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προθέσ., α) κατὰ κεφαλῆς, [[ἄνωθεν]] ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, κόνιν... χεύατο κὰκ κεφαλῆς Ἰλ. Σ. 24, πρβλ. Ὀδ. Θ. 85, κλπ. β) κὰκ κεφαλήν, κατὰ κεφαλῆς, εἰς τὴν κεφαλ., Ἐρύλαον... [[βάλε]] πέτρῳ μέσσην κὰκ κεφαλὴν Ἰλ. Π. 412. πρβλ. Υ. 387, 475· ἀλλὰ παρὰ πεζογράφοις, = πρὸς τὰ [[κάτω]], Ξεν, Ἑλλ. 7. 2, 8, πρβλ. 11· τὸ κατὰ κ. [[ὕδωρ]], τὸ ἐκ τῆς βροχῆς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 7, π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10· ― [[ὡσαύτως]] καθ᾿ ἑκάστην κεφαλήν, καθ᾿ ἕκαστον, λατ. viritim, Ἀριστοτ. Πολιτικ. 2. 10, 7. γ) ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, ἀπὸ κεφαλῆς [[μέχρι]] ποδῶν, Ἰλ. Ψ. 169· οὕτω, τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν σοι πάντ᾿ ἐρῶ Ἀριστοφ. Πλ. 649· ― ἴδε κατωτ. δ) ἐπὶ κεφαλήν, μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], «[[κατακέφαλα]]», ἐπὶ κ. [[κατορύσσω]], [[θάπτω]] μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἡρόδ. 3. 35· ἐπὶ κ. ὠθέεσθαι, ὠθεῖσθαι μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], ὁ αὐτὸς 7. 136· ἐπὶ κ. ὠθεῖν τινα ἐκ τοῦ θρόνου Πλάτ, Πολ. 553Β· ἐπὶ κεφ. εἰς τὸ [[δικαστήριον]] βαδίζειν Δημ. 1042. 11· ἐπὶ κεφαλὴν εἰσπράττειν μισθὸν τοῖς ἱππεῦσιν ἀπόρως διακειμένους, ἀπερισκέπτως, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 14· ― ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν, περιφέρειν εἰς [[σημεῖον]] θαυμασμοῦ, Πλάτ. Πολ. 600D. 2) ὡς τὸ εὐγενέστατον [[μέλος]], ἀντὶ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, πολλὰς ἰφθίμους κεφαλὰς Ἰλ. Λ. 55, πρβλ. Ὀδ. Α. 343, κτλ.· ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ, «ὡς τὸ κεφάλι μου», ὡς ἐμαυτόν, Ἰλ. Σ. 82· [[οὕτως]], ἑᾷ κεφαλᾷ Πινδ. Ο. 7. 123· ἰδίως ἐπὶ χαιρετισμοῦ, [[φίλη]] κ., Λατ. carum caput, Ἰλ. Θ. 281, πρβλ. Σ. 114· ἠθείη κ. Ψ. 94· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Φαῖδρε, [[φίλη]] κ. Πλάτ. Φαῖδρ. 264Α· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὦ κακαὶ κεφαλαὶ Ἡρόδ. 3. 29· ὦ μιαρὰ κ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 285· ― περιφρ. [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, πεντακοσίας κεφαλὰς τῶν Ξέρξεω πολεμίων Ἡρόδ. 9. 99· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, οὐδενὸς ἐμψύχου κεφαλῆς γεύονται ὁ αὐτὸς 2. 39· ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. Δημ. 552. 22, πρβλ. 278. 15. 3) ἡ [[κεφαλή]], δηλ. ἡ ζωή, ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια Ἰλ. Ρ. 242· σὺν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι Δ. 162· παρθέμενοι κεφαλάς, παραβαλόντες, διακινδυνεύσαντες τὰς κεφαλάς, Ὀδ. Β. 237 (ὡς τὸ παρθέμενοι ψυχὰς ἐν Γ. 74). 4) ἐπὶ καταρῶν, ἐς κεφ. τρέποιτ᾿ ἐμοί, ἂς ἐπέλθῃ κατὰ τῆς κεφαλῆς μου! Ἀριστοφ. Ἀχ. 833· ἐς τὴν κ. ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 40· ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κ. Δημ. 322. 23· ἐς κ. σοι (δηλ. τρέποιτο) Ἀριστοφ. Εἰρ. 1063, Πλάτ. 526· σοὶ εἰς κ. Πλάτ. Εὐθύδ. 283Ε (ὃ ἴδε)· οὕτω καί, οἷς ἄν... τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κ. ἀναθεῖεν Δημ. 323, κλπ.· πρβλ. [[ἀναμάσσω]]. ΙΙ. ἡ κεφαλὴ παντὸς πράγματος, [[οἷον]] φυτῶν τινων, κ. σκορόδου, «σκορδοκέφαλλον», Ἀριστοφ. Πλ. 718, κλπ.· κ. μήκωνος Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 2· ― [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν ὀστῶν, κτλ., κεφαλαὶ τῆς ἄνω γνάθου, πιθαν. αἱ κονδυλοειδεῖς καὶ αἱ κορωνοειδεῖς ἀποφύσεις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797· ἡ κ. τοῦ ὄρχεως = ἐπιδιδυμίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 3, Γαλ.· μηροῦ, κνήμης, κ. κτλ., [[Πολυδ]]. Β΄, 185, 188, κτλ.· ― τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] ἢ [[χεῖλος]] ἀγγείου, Θεόκρ. 8. 87, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 8, 8, πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 540· τὸ [[γείσωμα]] τοίχου, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 68. τὸ [[κιονόκρανον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2713-14, 2782. 31, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 121· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ πηγαὶ ποταμοῦ, Ἡρόδ. 4. 91. ΙΙΙ. Ὁμηρείη κ., προτομὴ Ὁμήρου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1085. 10. IV. κ. [[περίθετος]], [[φενάκη]] ἢ [[κεφαλόδεσμος]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 258. V. μεταφ. τὸ οὐσιωδέστατον [[μέρος]] ἢ [[τόπος]], ἡ κυριωτάτη [[θέσις]], κ. δὲ δείπνου γίγνεται Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 3. 2) ὡς τὸ κεφάλαιον, ἡ [[κορωνίς]], τὸ [[συμπλήρωμα]] τοῦ πράγματος, κεφαλὴν ἐπιθεῖναι Πλάτ. Τίμ. 69Α· [[ὥσπερ]] κ. ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις ὁ αὐτὸς ἐν Φιλήβ. 66D, πρβλ. Γοργ. 505D· ― [[ὡσαύτως]] τὸ σύνολον, τὸ [[ἄθροισμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 36. 3) ἐπὶ προσώπων, [[ἀρχηγός]], ἄρχων, Βυζ. (Πρβλ. τοὺς διαλεκτικοὺς τύπους κεβλή, κεβαλή· πρβλ. [[ὡσαύτως]] Σανσκρ. kapâlas ([[κρανίον]])· λατ. cap-ut, cap-illus· Γοτθ. haub-ith (haup-t)· Ἀρχ. Σκανδιν. höfud· Ἀρχ. Σαξον. heaf-ud· (Ἀγγλ. head)· Ἀρχ. Γερμ. houp-it, κτλ.· ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν ῥίζαν πρὸς τὰ κώπη, cap-ulum, κτλ).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />tête :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de <i>pers.</i> ou d’animaux</i> ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖν τινα HDT précipiter qqn la tête la première ; κατὰ κεφαλήν XÉN de haut en bas ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>comme synon. d’homme</i> : ἰφθίμους κεφαλάς IL têtes vaillantes, guerriers vaillants ; ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ IL comme moi-même ; <i>particul. avec idée d’affection ou de respect</i> : ἠθείη [[κεφαλή]] IL, [[φίλη]] [[κεφαλή]] IL tête chérie;<br /><b>2</b> <i>dans les imprécations</i> : [[ἐς]] κεφαλὴν τρέποιτ’ [[ἐμοί]] AR que cela retombe sur ma tête ; [[ἐς]] κεφαλήν [[σοι]] AR que cela retombe sur ta tête ; <i>périphr.</i> πεντακοσίας κεφαλὰς πολεμίων, cinq cents têtes d’ennemis ; <i>comme synon. de vie</i> : ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια IL j’ai craint pour ma tête ; κεφαλὰς παρθέμενοι OD ayant exposé leurs têtes, <i>càd</i> leur vie;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> tête d’une plante, d’un vase, <i>càd</i> la partie supérieure, dominante ; κεφαλὴ ποταμοῦ HDT la source d’un fleuve.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>vha.</i> gebal, <i>mha.</i> gebel « tête ».
}}
}}