Anonymous

κομψευριπικῶς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομψευρῑπικῶς''': Ἐπίρρ., μὲ κομψεύματα Εὐριπίδου (συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κομψευριπιδικῶς, [[ὅπερ]] ἦν ἡ ἀρχαία γραφή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 18.
|lstext='''κομψευρῑπικῶς''': Ἐπίρρ., μὲ κομψεύματα Εὐριπίδου (συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κομψευριπιδικῶς, [[ὅπερ]] ἦν ἡ ἀρχαία γραφή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 18.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec une élégance digne d’Euripide.<br />'''Étymologie:''' [[κομψός]], [[Εὐριπίδης]].
}}
}}