Anonymous

κότινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κότῐνος''': ὁ καὶ ἡ, ἀγρία [[ἐλαία]] (τὸ [[δένδρον]]), Λατ. oleaster, Ἀριστοφ. Ὄρν. 621, Πλ. 943· ἐξ αὑτῆς ἐγίνοντο οἱ στέφανοι κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας (Ἀνθ. Π. 9. 357), τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνου Ἀριστοφ. Πλ. 586, πρβλ. 592 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Πόρσωνι, κοτινῷ στεφάνῳ, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθέτου, κοτινόεις, -οῦς), πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2, Κλήμ. Ἀλ. 672, Ἀνθ. Π. 357, Σχολ. Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β (κατ’ οὐδέτ. κότινον, τό), [[ἔνθα]] λέγεται ὅτι διαφέρει τῆς ἀγριελαίας· πρβλ. καὶ [[ἔλαιος]], [[φαύλιος]].
|lstext='''κότῐνος''': ὁ καὶ ἡ, ἀγρία [[ἐλαία]] (τὸ [[δένδρον]]), Λατ. oleaster, Ἀριστοφ. Ὄρν. 621, Πλ. 943· ἐξ αὑτῆς ἐγίνοντο οἱ στέφανοι κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας (Ἀνθ. Π. 9. 357), τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνου Ἀριστοφ. Πλ. 586, πρβλ. 592 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Πόρσωνι, κοτινῷ στεφάνῳ, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθέτου, κοτινόεις, -οῦς), πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2, Κλήμ. Ἀλ. 672, Ἀνθ. Π. 357, Σχολ. Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β (κατ’ οὐδέτ. κότινον, τό), [[ἔνθα]] λέγεται ὅτι διαφέρει τῆς ἀγριελαίας· πρβλ. καὶ [[ἔλαιος]], [[φαύλιος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />olivier sauvage, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute emprunt.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀγριέλαιος]], [[ἔλαιος]], [[πυρκαϊά]], [[φυλία]].
}}
}}