Anonymous

κρότησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρότησις''': -εως, ἡ, [[κτύπημα]], [[κροῦσις]] χειρῶν, εἰς [[σημεῖον]] θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.
|lstext='''κρότησις''': -εως, ἡ, [[κτύπημα]], [[κροῦσις]] χειρῶν, εἰς [[σημεῖον]] θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> claquement ; <i>particul.</i> applaudissement;<br /><b>2</b> <i>t. de méc.</i> battage, martelage, écrouissage (d’un métal).<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]].
}}
}}