Anonymous

κριβανίτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑβᾰνίτης''': -ου, ὁ, ὠπτημένος ἐν κριβάνῳ, ἐπὶ ἄρτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 178, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-) Σώφρων 56 Ahr., Ἀμειψ. ἐν «Ἀποκοτταβίζουσι» 5· ὁ κρ. (δηλ. ἄρτος), ἄρτος [[οὕτως]] ὠπτημένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1123· [[ἐντεῦθεν]] κωμικῶς, [[βοῦς]] κρ. [[αὐτόθι]] 87· πρβλ. [[κριβανωτός]].
|lstext='''κρῑβᾰνίτης''': -ου, ὁ, ὠπτημένος ἐν κριβάνῳ, ἐπὶ ἄρτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 178, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-) Σώφρων 56 Ahr., Ἀμειψ. ἐν «Ἀποκοτταβίζουσι» 5· ὁ κρ. (δηλ. ἄρτος), ἄρτος [[οὕτως]] ὠπτημένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1123· [[ἐντεῦθεν]] κωμικῶς, [[βοῦς]] κρ. [[αὐτόθι]] 87· πρβλ. [[κριβανωτός]].
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />cuit au four de campagne ; ὁ [[κριβανίτης]] ([[ἄρτος]]) pain cuit au four de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[κρίβανος]].
}}
}}