Anonymous

κρεῖον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεῖον''': τό, ([[κρέας]]) [[τράπεζα]] μαγειρική, ἐφ’ ἧς παρεσκευάζοντο τὰ κρέατα, Ἰλ. Ι. 206· [[οὐχί]], ὥς τινες ἑρμηνεύουσιν, [[ἀγγεῖον]], [[χύτρα]] κρέατος· ὁ Ἡσύχ. ἔχει Ἰων. τύπον [[κρήιον]], καὶ ἑρμηνεύει: «κρεωθήκην, ἐπίκοπον, κρεοδόχον λέβητα». ΙΙ. παρ’ Εὐφορ. 133, [[κρέας]]. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. [[κρήιον]].
|lstext='''κρεῖον''': τό, ([[κρέας]]) [[τράπεζα]] μαγειρική, ἐφ’ ἧς παρεσκευάζοντο τὰ κρέατα, Ἰλ. Ι. 206· [[οὐχί]], ὥς τινες ἑρμηνεύουσιν, [[ἀγγεῖον]], [[χύτρα]] κρέατος· ὁ Ἡσύχ. ἔχει Ἰων. τύπον [[κρήιον]], καὶ ἑρμηνεύει: «κρεωθήκην, ἐπίκοπον, κρεοδόχον λέβητα». ΙΙ. παρ’ Εὐφορ. 133, [[κρέας]]. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. [[κρήιον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />table où l’on étend les viandes.<br />'''Étymologie:''' [[κρέας]].
}}
}}