Anonymous

κρυμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῡμός''': ὁ, ([[κρύος]]) παγετῶδες [[ψῦχος]], [[πάγος]], παγετός, Ἡρόδ. 4. 8, 28, Σοφ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ., κτλ.· ἀνὰ κρυμόν, εἰς πάγον, Νικ. Θηρ. 681, Αἰλ.· ἐν τῷ πληθ., κατὰ τοὺς κρυμοὺς Στράβ. 494, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 37· ― παρὰ Πολυαίνῳ 3. 9, 24, [[κρυμνός]]. ΙΙ. [[ψῦχος]], Διοσκ. 3. 60
|lstext='''κρῡμός''': ὁ, ([[κρύος]]) παγετῶδες [[ψῦχος]], [[πάγος]], παγετός, Ἡρόδ. 4. 8, 28, Σοφ. Ἀποσπ. 448, Εὐρ., κτλ.· ἀνὰ κρυμόν, εἰς πάγον, Νικ. Θηρ. 681, Αἰλ.· ἐν τῷ πληθ., κατὰ τοὺς κρυμοὺς Στράβ. 494, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 37· ― παρὰ Πολυαίνῳ 3. 9, 24, [[κρυμνός]]. ΙΙ. [[ψῦχος]], Διοσκ. 3. 60
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />le froid ; la saison du froid.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρύος]].
}}
}}