Anonymous

κρημνίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρημνίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ῥίπτω]] κατὰ κεφαλῆς, κοιν. «γκρεμίζω», Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ϛ΄, 10)· μεταφ., κρ. ἑαυτὸν εἰς ἀτάκτους ἡδονὰς Πλούτ. 2. 5Α.
|lstext='''κρημνίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ῥίπτω]] κατὰ κεφαλῆς, κοιν. «γκρεμίζω», Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ϛ΄, 10)· μεταφ., κρ. ἑαυτὸν εἰς ἀτάκτους ἡδονὰς Πλούτ. 2. 5Α.
}}
{{bailly
|btext=précipiter.<br />'''Étymologie:''' [[κρημνός]].
}}
}}