Anonymous

κοινωνός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινωνός''': ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ, (κοινὸς) [[συμμέτοχος]], τινος, εἴς τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037, 1352, Ἱκ. 343, Ἀντιφῶν 137. 25, Πλάτ., κτλ.· ὁ τοῦ κακοῦ κ., συναυτουργός, [[συνεργός]]..., Σοφ. Τρ. 730, πρβλ. Αἴ. 284· [[ὡσαύτως]], κ. [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 810C· τινι, ἔν τινι πράγματι, Εὐρ. Ἠλ. 637· [[μετὰ]] δοτ. προσ., κ. τινι τῶν τιμῶν, μετά τινος ἄλλου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24. 2) ἀπολ., [[μέτοχος]], [[συνέταιρος]], Πλάτ. Πολ. 333Β, Φαῖδρ. 239C· ὁ σὸς [[κοινωνός]], οὐχ ὁ ἐμὸς Δημ. 232. 12· ἴσοι καὶ κ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[κοινός]], Εὐρ. Ι. Τ. 1173.
|lstext='''κοινωνός''': ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ, (κοινὸς) [[συμμέτοχος]], τινος, εἴς τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037, 1352, Ἱκ. 343, Ἀντιφῶν 137. 25, Πλάτ., κτλ.· ὁ τοῦ κακοῦ κ., συναυτουργός, [[συνεργός]]..., Σοφ. Τρ. 730, πρβλ. Αἴ. 284· [[ὡσαύτως]], κ. [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 810C· τινι, ἔν τινι πράγματι, Εὐρ. Ἠλ. 637· [[μετὰ]] δοτ. προσ., κ. τινι τῶν τιμῶν, μετά τινος ἄλλου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24. 2) ἀπολ., [[μέτοχος]], [[συνέταιρος]], Πλάτ. Πολ. 333Β, Φαῖδρ. 239C· ὁ σὸς [[κοινωνός]], οὐχ ὁ ἐμὸς Δημ. 232. 12· ἴσοι καὶ κ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[κοινός]], Εὐρ. Ι. Τ. 1173.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui participe à, qui s’associe à, associé, compagnon : τινος, τινι, qui prend sa part de qch ; κοινωνὸς τινί τινος, qui partage qch avec qqn ; <i>en mauv. part</i> κοινωνὸς [[τοῦ]] κακοῦ SOPH qui participe à un malheur, cause d’un malheur ; <i>abs.</i> compagnon;<br /><b>2</b> <i>adj.</i> κοινωνῷ ξίφει EUR avec une épée complice, par un meurtre commis de complicité.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]].
}}
}}