Anonymous

κρίσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρίσις''': ῐ, εως, ἡ ([[κρίνω]]) [[χωρισμός]], [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] πρὸς διάκρισιν, τῶν ὁμογενῶν, τῶν διαφερόντων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 10, κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[κρίσις]], τὴν Κροίσου κρ. Ἡρόδ. 3. 34, πρβλ. 8. 69· ἐν θεῶν κρίσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1288· κατὰ κρίσιν ἐμὴν Ἱππ. Ὅρκ. 1· κρ. οὐκ ἀληθὴς Σοφ. Ο. Τ. 501· [[πολίτης]] ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως, διὰ τοῦ δικαιώματος τοῦ κρίνειν, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6· Κρίσις, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφ. ἐπὶ τῆς κρίσεως τοῦ Πάριδος· κρ. τινός, [[περί]] τινος, ὡς προς..., κ. τῶν μνηστήρων Ἡρόδ. 6. 131· ἀέθλων Πινδ. Ο. 3. 37, Ν. 10. 42· ἡ τῶν ὅπλων [[κρίσις]], ἡ μεταξὺ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Αἴαντος, Πλάτ. Πολ. 620Β, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 7· κρίσιν… τοῦ βίου περὶ ὧν λέγομεν Πλάτ. Πολ. 360D κρ. ἀμφ’ ἀέθλοις Πινδ. Ο. 6. 144· κρίσιν ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 48D· κρίσει πραγμάτων διαφέρεσθαι Πολύβ. 17. 14, 10· κατὰ κρίσιν, [[μετὰ]] κρίσεως, φρονίμως, ὁ αὐτ. 6. 11. 5. 3) [[ἐκλογή]], κρ. ποιεῖσθαι τῶν ἀξίων Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 4, πρβλ. 2. 9, 23. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ νομικῆς σημ., [[δίκη]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 779, 785, Ἀντιφῶν 128. 17, κτλ.· προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν [[περί]] τινος Θουκ. 1. 34· καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρ. [[αὐτόθι]] 131· κρίσιν ποιεῖν τινι Λυσ. 133Α· κρίσεως τυχεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 249Α· εἰς κρ. ἄγειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 856C· ἡ κ. γίγνεταί τινι [[αὐτόθι]] 861D, Δημ. 555. 22 (ἴδε ἐν λέξ. [[κρίνω]] ΙΙΙ). β) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] κρίσεως ἢ δίκης, [[κατάκρισις]], Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5. 2) δοκιμὴ δεξιότητος ἢ δυνάμεως, πρὸς τόξου κρίσιν, εἰς τοξείαν, Σοφ. Τρ. 266· δρόμον…, οὗ πρώτη [[κρίσις]] ὁ αὐτ. Ἠλ. 684· θεῶν ἔριν τε καὶ κρ. Πλάτ. Πολ. 379Ε. 3) [[ἔρις]], [[φιλονεικία]], [[περί]] τινος Ἡρόδ. 5. 5., 7. 26, κτλ.· [[δίκη]], τὰς κρ. διαδικάζειν Πλάτ. Νόμ. 876Β. ΙΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] ἢ [[τέλος]] ἢ [[ἔκβασις]] πράγματός τινος, κρίσιν ἔχω, ἀποφασίζομαι, ἐπὶ πολέμου, Θουκ. 1. 23· κρίσιν λαμβάνειν Πολύβ. 1. 59, 11· ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν [[εἶναι]] [[νομίζω]], [[νομίζω]] ὅτι τὸ [[ἀποτέλεσμα]] ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν ἰδικῶν μου δημοσίων ἐνεργειῶν, Δημ. 244. 10. 2) ἡ [[κρίσις]] ἢ τροπὴ νόσου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, κτλ.· [[ὡσαύτως]] νέα προσβολὴ πυρετοῦ· ἴδε Foës Oecon.
|lstext='''κρίσις''': ῐ, εως, ἡ ([[κρίνω]]) [[χωρισμός]], [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] πρὸς διάκρισιν, τῶν ὁμογενῶν, τῶν διαφερόντων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 10, κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[κρίσις]], τὴν Κροίσου κρ. Ἡρόδ. 3. 34, πρβλ. 8. 69· ἐν θεῶν κρίσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1288· κατὰ κρίσιν ἐμὴν Ἱππ. Ὅρκ. 1· κρ. οὐκ ἀληθὴς Σοφ. Ο. Τ. 501· [[πολίτης]] ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως, διὰ τοῦ δικαιώματος τοῦ κρίνειν, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6· Κρίσις, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Σοφ. ἐπὶ τῆς κρίσεως τοῦ Πάριδος· κρ. τινός, [[περί]] τινος, ὡς προς..., κ. τῶν μνηστήρων Ἡρόδ. 6. 131· ἀέθλων Πινδ. Ο. 3. 37, Ν. 10. 42· ἡ τῶν ὅπλων [[κρίσις]], ἡ μεταξὺ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Αἴαντος, Πλάτ. Πολ. 620Β, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 7· κρίσιν… τοῦ βίου περὶ ὧν λέγομεν Πλάτ. Πολ. 360D κρ. ἀμφ’ ἀέθλοις Πινδ. Ο. 6. 144· κρίσιν ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 48D· κρίσει πραγμάτων διαφέρεσθαι Πολύβ. 17. 14, 10· κατὰ κρίσιν, [[μετὰ]] κρίσεως, φρονίμως, ὁ αὐτ. 6. 11. 5. 3) [[ἐκλογή]], κρ. ποιεῖσθαι τῶν ἀξίων Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 4, πρβλ. 2. 9, 23. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ νομικῆς σημ., [[δίκη]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 779, 785, Ἀντιφῶν 128. 17, κτλ.· προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν [[περί]] τινος Θουκ. 1. 34· καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρ. [[αὐτόθι]] 131· κρίσιν ποιεῖν τινι Λυσ. 133Α· κρίσεως τυχεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 249Α· εἰς κρ. ἄγειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 856C· ἡ κ. γίγνεταί τινι [[αὐτόθι]] 861D, Δημ. 555. 22 (ἴδε ἐν λέξ. [[κρίνω]] ΙΙΙ). β) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] κρίσεως ἢ δίκης, [[κατάκρισις]], Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5. 2) δοκιμὴ δεξιότητος ἢ δυνάμεως, πρὸς τόξου κρίσιν, εἰς τοξείαν, Σοφ. Τρ. 266· δρόμον…, οὗ πρώτη [[κρίσις]] ὁ αὐτ. Ἠλ. 684· θεῶν ἔριν τε καὶ κρ. Πλάτ. Πολ. 379Ε. 3) [[ἔρις]], [[φιλονεικία]], [[περί]] τινος Ἡρόδ. 5. 5., 7. 26, κτλ.· [[δίκη]], τὰς κρ. διαδικάζειν Πλάτ. Νόμ. 876Β. ΙΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] ἢ [[τέλος]] ἢ [[ἔκβασις]] πράγματός τινος, κρίσιν ἔχω, ἀποφασίζομαι, ἐπὶ πολέμου, Θουκ. 1. 23· κρίσιν λαμβάνειν Πολύβ. 1. 59, 11· ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν [[εἶναι]] [[νομίζω]], [[νομίζω]] ὅτι τὸ [[ἀποτέλεσμα]] ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν ἰδικῶν μου δημοσίων ἐνεργειῶν, Δημ. 244. 10. 2) ἡ [[κρίσις]] ἢ τροπὴ νόσου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, κτλ.· [[ὡσαύτως]] νέα προσβολὴ πυρετοῦ· ἴδε Foës Oecon.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action <i>ou</i> faculté de distinguer;<br /><b>II.</b> action de séparer ; dissentiment, contestation : [[περί]] τινος, sur qch ; lutte ; <i>particul.</i> contestation en justice, procès;<br /><b>III.</b> action de décider :<br /><b>1</b> décision, jugement ; <i>particul.</i> jugement d’une lutte, d’un concours ; concours, décision judiciaire, jugement, condamnation;<br /><b>2</b> ce qui décide de qch, issue, dénouement, résultat (d’une guerre).<br />'''Étymologie:''' R. Κρι, choisir, trier ; cf. <i>lat.</i> cribrum et cerno.
}}
}}