Anonymous

κορωνός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορωνός''': -ή, -όν, [[καμπύλος]], [[κυρτός]], ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 [[βοῦς]] κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, [[ἕλιξ]]. ΙΙ. = [[γαῦρος]], [[ὑψαύχην]] (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. [[κορωνίης]].
|lstext='''κορωνός''': -ή, -όν, [[καμπύλος]], [[κυρτός]], ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 [[βοῦς]] κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, [[ἕλιξ]]. ΙΙ. = [[γαῦρος]], [[ὑψαύχην]] (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. [[κορωνίης]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;<br /><b>2</b> aux cornes recourbées.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κορώνη]]¹.
}}
}}